Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ὁ δυϊκός

См. также в других словарях:

  • δυικός — dual masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυϊκός — ή, ό (AM δυϊκός, ή, όν) «δυϊκός αριθμός» ο αριθμός που εκφράζει στην κλίση ονομάτων και ρημάτων ότι γίνεται λόγος για δύο πρόσωπα ή πράγματα αρχ. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στον αριθμό δύο, δυαδικός …   Dictionary of Greek

  • δυϊκός αριθμός — Αριθμός που υπήρχε σε διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες για να δηλώνεται ζεύγος αντικειμένων. Ο δ.α. χρησιμοποιείται έως σήμερα στην αραβική γλώσσα. Βλ. λ. κλίση …   Dictionary of Greek

  • δυϊκός — (αριθμός), ο γραμματικός τύπος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, που τον χρησιμοποιούσαν στα ονόματα και τα ρήματα, για να δηλώσουν δύο πρόσωπα ή δύο πράγματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυικά — δυικός dual neut nom/voc/acc pl δυικά̱ , δυικός dual fem nom/voc/acc dual δυικά̱ , δυικός dual fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυικῶν — δυικός dual fem gen pl δυικός dual masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυικόν — δυικός dual masc acc sg δυικός dual neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυικαῖς — δυικός dual fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυικαί — δυικός dual fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυικοῖς — δυικός dual masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυικοῦ — δυικός dual masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»